Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

να χετε την

  • 1 здоровье

    ουδ.
    υγεία•

    слабое здоровье καχεξία•

    крепкое здоровье ευεξία•

    беречь здоровье προφυλάσσω την υγεία•

    не беречь здоровье αδιαφορώ για την υγεία•

    кушайте на здоровье τρώγετε καλό νά χετε•

    за ваше здоровье (στην πρόποση) στην υγειά σας•

    как ваше -? πως είναι η υγεία σας; πως είστε; πως έχετε; τι κάνετε; πως πάτε από υγεία; κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > здоровье

См. также в других словарях:

  • πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα …   Dictionary of Greek

  • CRUX — I. CRUX apud Russos, sollenni osculô tacta, fidei pignus in illa gente maxime sollenne habetur. Quemadmodum de Pelagio scribit Sigebertus, ad A. C. 552. illum insimulatum mortis Vigilii Episcopi Romani tenentem sancta Euangelia et Crucem, publice …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καλορίζικος — η και ια, ο (Μ καλορρίζικος, η, ο) (συν. σε ευχετική πρότ.) 1. αυτός που φέρνει καλή τύχη, γουρλίδικος 2. αυτός που έχει καλή τύχη, ευτυχισμένος, τυχερός, καλόμοιρος, καλότυχος 3. (το ουδ. πληθ. χωρίς άρθρο ως ευχετικό επιφών.) καλορίζικα με καλή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»